- γαζώνω
- γάζωσα, γαζώθηκα, γαζωμένος1. ράβω στη ραπτομηχανή: Γάζωσα πολλά ρούχα από το πρωί.2. μτφ., χτυπώ με πολυβόλο: Οι κακοποιοί γάζωσαν το φύλακα του εργοστασίου.3. μτφ., πειράζω, κοροϊδεύω κάποιον χωρίς να το αντιλαμβάνεται: Οι συμμαθητές του τον θεωρούν αφελή και τον γαζώνουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.